Μια μέρα σαν όλες
τις άλλες, μέτρησα τις αδυνατότητες μια-μια, γέμισα τις βαλίτζες μου, και κατευθύνθηκα
στην αγαπημένη πόλη.
Είχα ρυθμίσει τα σημαντικά
ραντεβού προηγουμένως, κυρίως άνθρωποι και προορισμός. Πάντα προορισμός, κι οι άνθρωποι
βρίσκονται στην πορεία.
Άδειασα την βαλίτζα
στον πρώτο σταθμό. Η μια αποστολή «εξετελέσθη», ήταν η Μαρία εκεί, και γέμισα ελπίδα.
Άνθρωποι , άνθρωποι παντού… πάντα οι Άνθρωποι.
Περπάτησα προς το
τεράστιο θεσμικό κτήριο για το άλλο ραντεβού. Παρέμεινα στην πύλη για ώρα.
Το μήνυμα
δεν είχε δοθεί και ο άνθρωπος εκεί, ήταν πολύ απασχολημένος. Θα συναντούσαν κάποιον
άλλον. Είχα αρκετό χρόνο να παρατηρήσω γύρω μου. Το κτίριο συρρικνωμένο και
απίστευτα ξεπεσμένο στα ματια μου. Οι μόνοι ενθουσιώδεις άνθρωποι, να μπαινοβγαίνουν
με κάτι πρόχειρο στο φαντασιακό τους, ήταν οι «δικοί» μου. Μα που χάθηκαν οι «άλλοι»;
Μα, μόνο «εμείς» δουλεύουμε σε αυτό το μαγαζί;
Ένιωθα το ξενύχτι
της προηγούμενης μέρας να βαραίνει τα βλέφαρα.. την σκόνη της πάστρας του
κτηρίου να θαμπώνει το βλέμμα μου. Μετά από ώρα είχα μπει σε ένα γραφείο. Ούτε
νερό, ούτε βλέμμα. Ήρθε ένας αναγνωρίσιμος. Κάθισε δίπλα μου. Ηταν ένα άτομο
που θα μπορούσε να γεφυρώσει μια υπαρκτή ανάγκη η οποία σχετιζόταν με το ραντεβού
και το project. Χαιρετηθήκαμε
τυπικά. Δεν έκανα ούτε ένα βήμα, δεν ανέφερα τιποτα για το project. Δεν κάνω «δημοσιοσχετισμούς» πλέον.
Έμπαιναν και έβγαιναν πολλοί. Το «μεγάλο αφεντικό» είχε πολλά ραντεβού. Και τα κομπιούτερ
όλων, ανοιχτά στο face book. Ήρθε
και ο «βοηθός» να με ..βοηθήσει. Δουλευταράς, σήκωσε το βάρος την τελευταία
στιγμή, όπως όλοι οι έντιμοι δουλευταράδες. Έντιμος και ειλικρινής. Άρχισα να
θεωρώ ότι δεν χάθηκαν όλα. Πως τάχα, σώθηκε το ραντεβού, το όποιο ανανεώθηκε
για ένα άλλο κτίριο σε 2 μέρες.
Στην έξοδο, μήνυμα
από ένα φίλο, «μη φύγεις, περίμενε μας, να πάμε για καφέ» (μας «ποιους» αναρωτήθηκα
αλλά δεν ρώτησα. – γνωρίζω πια, πως ο προορισμός έχει πάντα ανθρώπους, είναι αυτονόητο,
δεν απορώ, δεν ξαφνιάζομαι). Κάθισα απέναντι από την πλαϊνή είσοδο στην άκρη
του μεγάλου ανθώνα. Περίμενα, και όταν ήρθε ο φίλος, ανάψαμε τσιγάρο. «Να περιμένουμε
λίγο, μου είπε». Κάθε τόσο «δικοί» περνούσαν
και τον αποχαιρετούσαν. Ήταν το τέλος της μέρας, το τέλος μιας ακόμα
κουραστικής εβδομάδας. Κάπου εκεί, ο αναγνωρίσιμος κύριος, βγήκε από το κτίριο,
περπάτησε τοξωτά σε απόσταση, «γεια σου Τζούλια» με αποχαιρέτησε. Εκείνη την
στιγμή αποφάσισα ότι θα του γράψω για το project όταν επιστρέψω, έτσι κι αλλιώς ήταν μέρος του χωρίς να το
γνωρίζει, έτσι κι αλλιώς επρόκειτο για ένα project γέννημα μια ανάγκης όμοιας του αποχαιρετισμού
του. Κατ’ ακρίβεια του έμοιαζε κιόλας!
Ένα τηλεφώνημα μάς ενημέρωνε ότι «έρχεται». Κοίταξα
προς την κατεύθυνση που θα ερχόταν … ήταν ο αγαπητός φίλος, που ήθελε να μου κάνει έκπληξη. Και τα κατάφερε! Τα κατάφεραν! Θα είχαμε λίγη
ώρα μαζί… περπατήσαμε πειράζοντας ο ένας
τον άλλον. Περάσαμε από δρομάκια των φοιτητικών χρόνων μας, που καθένας έζησε ξεχωριστά
και παράλληλα. Φτάσαμε στο καφέ. Άρχιζε το cat-exercise. (Θα χρειαστεί
μια ώρα να εξηγήσω, και τώρα δεν μπορώ). Θέματα, βλέμματα, κουβέντες,
συζητήσεις. Στο δρόμο της επιστροφής μοιραστήκαμε έναν περίπατο κι ένα ταξί. Βγήκε
από το δρόμο του, να δώσει χρήματα σε έναν άστεγο, και περπάτησε ξανά ανάμεσα
μας. Δεν ήταν τι, αλλά πως το έκανε… το είχα αποφασίσει αυτοστιγμεί … (κι εκείνος
το ξέρει). Τυχερός άνθρωπος σκέφτηκα, έχει και την «αγία του τράπεζα» στο σπίτι,
και το δικό του «λάβετε φάγετε».
Ήξερα επίσης, ότι
θα τελείωνα μαζί τους, όλα όσα αρχίσαμε λίγους μήνες πριν… ακόμα και τα αδύνατα,
τα δύσκολα και τα μεγάλα… Ο,τι και να συμβει…
Πέρασαν οι επόμενες
μέρες με ανθρώπους. Σημαντικούς ανθρώπους, εκτός του project. (Μια άλλη αφήγηση τεραστία, και τώρα, δεν
έχω ώρα). Περίμενα το πρωινό της Δευτέρας. Είχα έρθει άλλωστε κυρίως για το project στην αγαπημενη πόλη.
Λίγο πριν την πτήση
μου, στο δρόμο για το αεροδρόμιο, σαν να λέμε στο παρά πέντε… σταμάτησα με το ταξί
στο γκρίζο κτίριο. Πρώτα στον 4ο μετά στον 3ο (αν θυμάμαι
καλά) Το ένα ραντεβού ακυρώθηκε. Περίμενα το άλλο. Πέρασα από μουντά γραφεία,
άδεια γραφεία, γνωστά γραφεία. Γραφεία.
Άδεια γραφεία.
Που ήταν ο παλμός ; η ετοιμότητα; Η αποφασιστικότητα να αναλάβουμε σημαντικά «projects”? Ο αέρας κενός … ακατοίκητος. Η σιωπή μουχλιασμένη…
απροσδόκητα μουχλιασμένη.. εκείνο το αεράκι του καλοκαιριού, δεν είχε μπει από
τα κλειστά παράθυρα…
Ήρθε το ραντεβού.
Είπα όσα έπρεπε, με δεξιοτεχνία περισσή. Μίλησα «αντρικά» και με κατάλαβε. Ήξερα
ότι υπόσχεται πράγματα που δεν θα υλοποιήσει. Αναρωτιόμουν όμως με ποιον τρόπο…
αποφάσισα πως δεν θα με εκπλήξει .. θα είναι κι πάλι ο γνωστός και ο συνηθισμένος
τρόπος: θα το αφήσει στην άκρη του γραφειοκρατικού ραφιού του, μέχρι να μαραθεί…
μέχρι να ξεχάσω… μέχρι ….
Τι κι αν το «project” αφορά μια χώρα ολόκληρη, πραγματικούς ανθρώπους,
ανάγκες και λύσεις…
Τι κι αν είχε αποτελέσματα
ήδη… ποιος μετράει τα αποτελέσματα στις ζωές πραγματικών ανθρώπων… Ποσοτικά γίνονται
τα ποιοτικά μόνο όταν τους ενδιαφέρει… (δεν έχω ώρα να εξηγήσω).
Ο μηχανισμός …
Επέστρεψα…
Έγραψα στον «μηχανισμό».
Συμπλήρωσα το τυπικό μέρος του project. Δεν άφησα περιθώριο λάθους. Έκανα αυτό που «έπρεπε». Κι ας ήξερα ότι ήταν
μάταιο. Κάποιοι δεν μπήκαν καν στο κόπο να απαντήσουν. Κάποιοι απάντησαν ότι θα
το δουν. Δεν μπορούν… μπροστά στα μάτια τους ήταν και δεν το «είδαν».
Για μέρες έριχνα
και ξάναριχνα τα όστρακα … άπειρες
φορές.. και οι συνδυασμοί χιλιάδες…
Διάβαζα τον μάχιμο
σύντροφο που αναισθητοποιεί την απελπισία του για να
μπορεί να δίνει ελπίδα σ’ άλλους - του
έγραψα, μ απάντησε, με ανθρωπιά μονάχα... δεν είμαι μονή, δεν απελπίζομαι μοναχά
εγώ… το βλέπουν κι άλλοι… δεν είσαι μονός σου… σε «είδα». Είναι αρκετό; Δεν ξέρω…
Συνάντησα έναν μοναχικό
και ευγενή κορμοράνο. Ερωτεύτηκα μια ουτοπία ξανά, ονειρεύτηκα την Άνοιξη που πλημύρισε
τα ρουθούνια μου, ενώ πάλευα μ’ ένα θεριό που το τρόμαξα για λίγο. Και είχε 3 μέρες
Άνοιξη στην γειτονιά για όλους…
«Περίμενε πέντε μέρες
μόνο», μου είπε ο αγαπητός, κι ήξερα πως το λέει για μένα κι όχι για τους
άλλους…. «ΟΚ» του είπα, και ήξερα, πως γνώριζε πως για εκείνον συμφώνησα κι όχι
για μένα…
Γνώρισα έναν τρυφερό
άνθρωπο και έναν σπουδαίο σύντροφο για την γυναίκα του, που άντεξε 3 γενιές συλλογικής
ματαίωσης κι ακόμα υπομένει κι είπα, περίμενε για λίγο ακόμα… ποια είσαι εσύ να
τα παρατήσεις τώρα;
Είδα τον φθόνο
και την κακιά, με αγγελικό παρθενικό πρόσωπο. Την άγνοια και την άδικη περιπλάνηση
σε πάθη αυτονόητα που λύνονται στην εφηβεία.. κι είπα, έτσι είναι ο «κόσμος».
Ξαναερωτευτηκα την
ελπίδα μέσα από έναν άλλον άνθρωπο, και γέλασα με την ψυχή μου, επιβίωσα την
ανέχεια με αγάπη και πλούσια ένιωσα ξανά.
Αρνήθηκα προσκλήσεις, αιτήσεις, συζητήσεις… αρνήθηκα το περιττό ή το μη αναγκαίο…
Αποχαιρέτησα
υποσχέσεις αγάπης και «ζωής» - πολλές φορές αυτοστιγμεί , κι άλλες φορές μετά
από λίγο.. πόσες προσφέρονται καθημερινά, και πόσες το έννοουν αλήθεια! Δεν το
απάντησα.. δεν ξέρω…
Καμάρωσα την αλλαγή
σε νεαρό άτομο, τα άλματα της, τη χαρά της ζωής της, και πηρά θάρρος για εκείνους
που ακολούθουν …
Είδα μια συλλογικότητα
πάνω από μηχανισμούς κι ένιωσα ελπίδα, μίλησα με φίλους, κι ένα παΐδι ν ανάβει
5 κεριά στην μνήμη των δυο φοιτητών που πέθαναν από φτώχια. Κι είπα, ας είναι
τότε, ας την κρατήσουμε ζωντανή για εκείνους που ακολούθουν, ας είναι έτσι… κι
ας μη το δούμε εμείς…
Τα όστρακα … στο
πάτωμα την σκέψης μου, ξανά και ξανά, άπειρες φορές.. χιλιάδες οι συνδυασμοί…
Δεν έχω απάντηση
να δώσω…
Μονάχα μια τυπική
παραίτηση οφείλω…
Και εκείνο το ένα
το όστρακο που ξεχώριζε, μονάχο του, στην άκρη…. θα κρύψω στην τσέπη μου ξανά.
Κάθε φορά
παρέμενε , στην άκρη , μόνο
Υ.Σ. Τυπική
παραίτηση θα είναι, εκείνος ο μηχανισμός, δεν με είχε ποτέ… Εκείνος ο
μηχανισμός με την ουσία ατόμων επιβιώνει…. Και τέτοια χάρη δεν του κάνω… όσο
είναι μηχανισμός… κι αυτό είναι το μόνο δώρο φεύγοντας…. Α, ναι! Και μια ψήφος.